υποκάμισο

υποκάμισο
το / ὑποκάμισον, ΝΜΑ, και πουκάμισο και ποκάμισο Ν, και ὑποκάμησον Μ
ένδυμα από βαμβακερό, λινό, μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα που καλύπτει το επάνω τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση
νεοελλ.
1. συνεκδ. ο εξωτερικός χιτώνας τού δέρματος τών φιδιών
2. φρ. «αλλάζει τις γυναίκες [ή τους άντρες] σαν πουκάμισο»
μτφ. αλλάζει ερωτικούς συντρόφους πολύ συχνά
μσν.
ένδυμα που το φορούσαν πάνω από τα εσώρουχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λατ. camisia (βλ. και λ. ὑποκαμίσιον). Στην Νέα Ελληνική απαντούν επίσης και οι τ. ποκάμισο, με σίγηση τού αρκτικού άτονου υ-, και πουκάμισο, με κώφωση τού /ο/ σε /u/].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκάμισο — το βλ. πουκάμισο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικάμισον — ἐπικάμισον, τό (Μ) υποκάμισο, επενδύτης, χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμισον «υποκάμισο»] …   Dictionary of Greek

  • πουκάμισο — και ποκάμισο, το, Ν βλ. υποκάμισο …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποκαμίσιον — τὸ, Α το υποκάμισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + λατ. camisia, λ. γερμ. ή γοτθ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”